πεντάσκαλμος

πεντασπίθαμος

πεντασταδιαῖος
πεντα·σπίθαμος, ος, ον [ῐᾰ] long ou large de cinq empans, Xén. Cyn. 2, 4 et 7 ; Str. 711.
Étym. π. σπιθαμή.