πεντεπάλαστος
πεντεπικαιδέκατοςπεντε·πάλαστος, mieux
que πεντε·πάλαιστος, ος, ον [πᾰ] large de cinq
palmes, Xén. Cyn. 9, 14 ; 10, 3 ||
E Dans les inscr. att. πεντεπαλάστω,
πεντεπάλαστα, CIA. 1, 322 a, 21, 26, 28, 51,
77 (409 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 125, 3, note 1117.
Étym.
π. παλαστή.