πεντεπικαιδέκατος

πεντέπους

πεντεσπίθαμος
πεντέ·πους, mieux que πεντά·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, de cinq pieds, Plat. Theæt. 147d ||
E Dans les inscr. att. πεντέπους et πεντάπους, CIA. 1, 322 a, 21, 26, etc. (473 av. J.-C. ; v. Meisterh. p. 125, 3, note 1117).