πεντεσύριγγος

πεντετάλαντος

πεντετηρικός
πεντε·τάλαντος, ος, ον [τᾰ] c. πεντατάλαντος, Dém. 329, 16, etc. ; π. δίκη, Ar. Nub. 758, 774, procès en recouvrement de cinq talents.