πεντετηρικός

πεντετηρίς

πεντετής
πεντ·ετηρίς, ίδος () [ῐδ]
1 durée de cinq années, Hdt. 3, 97 ; 4, 94 ||
2 fête quinquennale, comme les Panathénées, Hdt. 6, 111 ; Thc. 3, 104.