πεντηκοντατρεῖς

πεντηκοντάχοος-ους

πεντηκόντερος
πεντηκοντά·χοος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui produit cinquante pour un, Th. H.P. 8, 7, 4.
Étym. π. χέω.