πεντηκοστολόγιον

πεντηκοστολόγος

πεντηκοστός
πεντηκοστο·λόγος, ου () percepteur du droit du cinquantième, Eub. 2, 267 Meineke ; Dém. 558, 18 ; 909, 10.
Étym. πεντηκοστός, λέγω.