πεπερημένος

πέπερι

πεπερίζω
πέπερι, εως (τὸ) poivre ||
E Gén. πεπέρεως, Plut. Syll. 13, M. 733e ; Ath. 381e ; ion. πεπέριος, Th. H.P. 9, 20, 2.
Étym. persan biber ; cf. πέπερις.