πεπέριον

πέπερις

πεπερῖτις
πέπερις, ιδος () [ῐδ] poivre, Eub. (Ath. 66d), etc. ||
E Gén. -ιδος, Eub. l. c. ; dat. -ιδι, El. N.A. 9, 48 ; acc. -ιν, Nic. Al. 332, Th. 876.
Étym. cf. πέπερι.
πέπερις, ιδος () [ῐδ] arbre à poivre, poivrier, Philstr. 97.
Étym. πέπερι.