Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Περδίκκας
περδικοθήρας
περδικοτρόφος
περδικο·θήρας,
ου
(
ὁ
) [
ῑ
] chasseur de perdrix,
El.
N.A.
12, 4
.
Étym.
πέρδιξ, θηράω
.