Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιαιρετέος
περιαιρετός
περιαιρέω-ῶ
περιαιρετός,
ή, όν,
enlevé
ou
coupé tout autour,
Thc.
2, 13 ;
Plut.
M.
828
b
;
Luc.
Im.
3
.
Étym.
vb. de
περιαιρέω
.