Περίαλλος

περιαλουργός

περιαμάομαι-ῶμαι
περι·αλουργός, ός, όν [] teint de pourpre tout autour ; p. ext. imprégné de : κακοῖς, Ar. Ach. 856, imbu de méchanceté.
Étym. π. ἁλουργός.