περιαμάομαι-ῶμαι

περίαμμα

περιαμπέχω
περίαμμα, ατος (τὸ) ce qu’on attache autour de son cou, particul. amulette, talisman, Pol. Fr. gr. 63 ; DS. 5, 64 ; Anth. 11, 257.
Étym. περιάπτω.