περιαμύνω

περιαμύσσω

περιαμφιέννυμι
περι·αμύσσω, att. περιαμύττω []
1 scarifier tout autour, Gal. Lex. Hipp. 19, 130 ||
2 déchirer, blesser tout autour, fig. Plat. Ax. 365d.