περιαπλόω-ῶ

περίαπτος

περιάπτω
περίαπτος, ος, ον, attaché autour, Arstt. Nic. 1, 8, 12 ; τὸ περίαπτον, Plat. Rsp. 426b ; Th. H.P. 9, 19, 2, amulette qu’on porte autour du cou.
Étym. περιάπτω.