περιαυτολογία

περιαυχένιος

περιαφρίζω
περι·αυχένιος, ος, ον, qu’on met autour du cou, Hdt. 3, 20 ; Alciphr. 3, 3 ; τὸ περιαυχένιον, App. Mithr. 85 ; Aristén. 1, 19, collier.
Étym. π. αὐχήν.