περιϐλέψεια

περίϐλεψις

περίϐλημα
περίϐλεψις, εως ()
1 action de regarder tout autour, Hpc. 1212h ; Arstt. Physiogn. 3, 9 ||
2 observation attentive, vigilance, Plut. Alex. 23.
Étym. περιϐλέπω.