περίϐουνος

περιϐραχιόνιος

περιϐρέμω
περι·ϐραχιόνιος, ος, ον [ᾰχῑ] qui entoure le bras, Plut. Dem. 30 ; τὸ περιϐραχιόνιον, Xén. Cyr. 6, 1, 51 ; 6, 4, 2 ; DH. 10, 37, bracelet.
Étym. π. βραχίων.