περιγεγωνώς

περίγειος

περιγειότης
περί·γειος, ος, ον :
1 qui entoure la terre, A. Aphr. Probl. 2, 47 ||
2 de la terre, terrestre, Isocr. Ep. 10 ; Plut. M. 745b, etc.
Étym. π. γῆ.