περιγενητικός

περιγηθής

περιγηράσκω
περι·γηθής, ής, ές :
1 pass. rempli de joie, A. Rh. 3, 814, etc. ||
2 act. qui remplit de joie, Empéd. 60 Karsten.
Étym. π. γῆθος.