περικαταϐάλλω

περικατάγνυμι

περικαταλαμϐάνω
περι·κατάγνυμι (f. -άξω, ao. περικατέαξα)
1 tr. briser tout autour, Ar. Lys. 357 ; Th. H.P. 3, 7, 4 ||
2 intr. (au pf. περικατέαγα [ᾱγ]) être brisé tout autour : λόφος περικατεαγώς, DH. 8, 67, colline escarpée.