περικαταλείπω

περικατάληπτος

περικατάληψις
περικατάληπτος, ος, ον, surpris de tous côtés, enfermé de toutes parts, Philippid. (Com. fr. 4, 474) ; DS. 2, 50.
Étym. περικαταλαμϐάνω.