περικεράω-ῶ

περικεφάλαιος

περικέφαλον
περι·κεφάλαιος, α, ον [φᾰ] qui entoure la tête, d’où :
I ἡ περικεφαλαία :
1 casque, Pol. 3, 71, 4 ||
2 maladie des porcs dans la région de la tête, Th. H.P. 3, 8, 7 ||
3 partie de la quille d’un navire, Th. H.P. 3, 13, 4 ||
II τὸ περικεφάλαιον, casque, Pol. 6, 22, 3.
Étym. π. κεφαλή.