περικράζω

περικράνιος

περίκρανον
περι·κράνιος, α, ον [] qui enveloppe le crâne, Plut. Num. 7 ; περικράνιος χιτών, Ruf. p. 34, membrane ou tunique qui enveloppe le crâne, péricrâne.
Étym. π. κρανίον.