περικρώζω

περικτάομαι-ῶμαι

περικτείνω
περι·κτάομαι-ῶμαι (f. -κτήσομαι, ao. περιεκτησάμην ; ao. pass. περιεκτήθην) acquérir autour de soi, arrondir son bien ou simpl. acquérir, Jos. A.J. 13, 16, 6 ; Clém. 578.