περίκτητος

περικτίονες

Περικτιόνη
περι·κτίονες, ων (οἱ) habitants d’alentour, Il. 17, 220 ; 18, 212 ; 19, 104, 109 ; Od. 2, 65 ; Pd. N. 11, 24, etc. ; Oracl. (Hdt. 7, 148), etc. ; rare en prose, Thc. 3, 104 ; Ath. 591b.
Étym. π. *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.