περίκηλος

περίκηπος

περικίδναμαι
περί·κηπος, ου ()
1 jardin autour d’une maison, DL. 9, 36 ||
2 jardin dans le voisinage (d’une ville), DS. Exc. 527, 63 ||
3 allée ou avenue autour d’un jardin, Lgs 4, 20.
Étym. π. κῆπος.