Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιλογισμός
περίλοιπος
περιλοπίζω
περί·λοιπος,
ος, ον,
qui reste, qui survit,
Ar.
Pax
208 ;
Thc.
1, 74
.
Étym.
περιλείπω
.