περιμύρομαι

περιναιετάω-ῶ

περιναιέτης
περι·ναιετάω-ῶ :
1 habiter autour, Od. 6, 66 ; 8, 551 ; 23, 136 ; Hés. Th. 370 ; Pd. N. 8, 16 ||
2 être habité autour, en parl. d’une ville, Od. 4, 177.