περινοητικός

περίνοια

περινομή
περίνοια, ας ()
1 compréhension, intelligence, Plat. Ax. 370a ; Luc. Zeux. 2 ||
2 en mauv. part : finesse, habileté, Thc. 3, 43 au pl. ||
3 orgueil, Arstd. t. 1, 141.
Étym. περίνοος.