περιοδοιπορέω-ῶ

περιοδονίκης

περίοδος
περιοδο·νίκης, ου () [νῑ] vainqueur dans les quatre jeux (v. περίοδος 2) DC. 63, 8 ; cf. 10, 20 ; Phil. 2, 438, 36 (περίοδος 2, νικάω).