Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιουσιάζω
περιουσιασμός
περιουσιαστικός
περιουσιασμός,
οῦ
(
ὁ
) propriété, possession particulière,
Spt.
Ps.
134, 4 ;
Eccl.
2, 8
.
Étym.
περιουσιάζω
.