Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιουσιαστικός
περιούσιος
περιόφθαλμος
περι·ούσιος,
ος, ον,
élu, choisi,
NT.
Tit.
2, 14
.
Étym.
π. οὐσία
.