περιπάτησις

περιπατητικός

περίπατος
περιπατητικός, ή, όν [] qui concerne la philosophie péripatéticienne ; ὁ π. philosophe péripatéticien, Cic. Acad. quæst. 1, 4 ; Plut. M. 1115a ; Luc. Herm. 14 ; τὰ περιπατητικά, la doctrine péripatéticienne, Cic. Att. 13, 19, 4.
Étym. περιπατέω.