περιφαντάζομαι

περίφαντος

περιφανῶς
περίφαντος, ος, ον :
1 visible à tous, Soph. Aj. 229 ; Anth. 8, 202 ||
2 connu de tous, célèbre, Soph. Aj. 599.
Étym. περιφαίνομαι.