Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιφλέκτως
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλευσμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
περιφλογισμός,
Aqu.
Deut.
28, 22
.
Étym.
περιφλεύω
.