περιφλύω

περίφοϐος

περιφόϐως
περί·φοϐος, ος, ον, très effrayé, Eschl. Suppl. 736 ; Thc. 6, 36, etc. ; τινος, Plat. Phædr. 239b ; ou περί τινος, Pol. 5, 74, 3 ; ou πρός τι, Arstt. Eud. 3, 1, 19, de qqe ch.