περιφράκτισμα

περίφρακτος

περίφρασις
περίφρακτος, ος, ον, entouré d’une clôture ou d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, Plut. Thes. 12 ; Luc. Bacch. 6, enceinte sacrée.
Étym. περιφράσσω.