Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περιπλεκτικός
περίπλεκτος
περιπλέκω
περίπλεκτος,
ος, ον,
entrelacé, enlacé,
Thcr.
Idyl.
18, 8 var.
περίπλικτος
.
Étym.
περιπλέκω
.