περιπλώω

περιπνευμονία

περιπνευμονικός
περι·πνευμονία, ας () péripneumonie, inflammation des poumons, Luc. M. cond. 31 ||
E Ion. περιπνευμονίη, Arét. Caus. m. acut. 2, 1.
Étym. π. πνεύμων.