περιπόλαιος

περιπόλαρχος

περιπολεύω
περιπόλ·αρχος, mieux que περιπολ·άρχης, ου () chef de patrouille, Thc. 8, 92 ||
E Dans une inscr. att. περιπόλαρχος (4e siècle av. J.-C.) v. Meisterh. p. 97, § 47.
Étym. περίπολος, ἄρχω.