περιποππύζω

περιπορεύομαι

περιπορπάομαι-ῶμαι
περι·πορεύομαι :
1 aller autour, faire le tour de, acc. Pol. 4, 54, 4, etc. ; abs. Plat. Leg. 716a ||
2 parcourir, acc. Pol. 3, 7, 3, etc.