περίποτος

περιπρό

περιπροϐάλλω
περι·πρό ou περὶ πρό, adv. tout à fait en avant, c. à d. supérieurement, éminemment, extrêmement, Il. 11, 180 ; 16, 699 ; Call. Jov. 86 ; A. Rh. 2, 867.
Étym. cf. διαπρό, ἐπιπρό.