περίπτερος

περιπτίσσω

περίπτυγμα
περι·πτίσσω, peler ou écorcer tout autour, Th. H.P. 4, 4, 10 ; 9, 16, 9 ; fig. περιεπτισμένος, pelé, écorcé, d’où purifié, pur, sans mélange, Ar. Ach. 507, etc.