περιπτώσσω

περιπτωτικός

περιπτωτικῶς
περιπτωτικός, ή, όν :
1 exposé aux accidents de la vie, Arr. Epict. 3, 6, 6 ||
2 qui tombe dans, dat. Epic. (Plut. M. 420d).
Étym. περιπίπτω.