περιρρομϐέω-ῶ

περίρροος-ους

περίρρυπος
περίρροος-ους, οος-ους, οον-ουν :
I adj. :
1 pass. baigné de tous côtés, Hdt. 1, 174 ||
2 qui coule autour de, gén. Arstd. 1, 7 ||
II subst. ὁ περίρρους :
1 c. περιρροή, Jos. A.J. 18, 9, 1 ||
2 affluence des humeurs, Hpc. 1, 976, etc.
Étym. περιρρέω.