περισαλεύω

περισαλπίζω

περισαλπισμός
περι·σαλπίζω (f. ίσω, ao. περιεσάλπισα, pf. inus. ; pass. ao. περιεσαλπίγχθην, pf. περισεσάλπισμαι) faire retentir du son de la trompette, Syn. 128a ; au pass. retentir du son des trompettes, Plut. M. 192b ; Eudamonid. (Stob. Fl. 54, 65) ||
E Pf. pass. 3 sg. περισεσάλπισται, Plut. l. c. ; ou περισεσάλπιγκται, ou sel. d’autres mss. περισεσάλπικται, Eudamonid. l. c.