Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
περισαμότατος
περίσαξις
περισαρκίζω
περίσαξις,
εως
(
ἡ
) rechaussement des arbres,
Th.
C.P.
5, 6, 6
.
Étym.
περισάττω
.