περίσχετος

περισχιδής

περισχίζω
περισχιδής, ής, ές [χῐ] fendu tout autour, Diosc. 4, 118 ; subst. αἱ περισχιδεῖς (s. e. κρηπῖδες) Ephipp. hist. (Ath. 537e) sorte de chaussure.
Étym. περισχίζω.