περισκέλιον

περισκελίς

περισκέλλω
περι·σκελίς, ίδος () [ῐδ] sorte de caleçon ou de pantalon, Mén. 4, 314 Meineke ; Plut. M. 142c ; Lgs 1, 5, etc.
Étym. π. σκέλος.